- δευτερογένεια
- η1. η ιδιότητα τού δευτερογενούς2. (ειδ. για συμπτώματα νόσου) η επανεμφάνιση, το να φανεί για δεύτερη φορά («δευτερογένεια τών συφιλιδικών φαινομένων»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek